αναπήδημα

αναπήδημα
το прыжок вверх, подскок; подпрыгивание, подскакивание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αναπήδημα" в других словарях:

  • ἀναπήδημα — outburst neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπήδημα — το (Μ ἀναπήδημα) ξεπήδημα, ανάβλυση νεοελλ. 1. το εκ νέου πήδημα 2. πήδημα, άλμα προς τα επάνω (για άσκηση η από έκπληξη, τρόμο κ.λπ.), ανατίναγμα, ανασκίρτηση …   Dictionary of Greek

  • αναπήδημα — το, ατος προς τα πάνω πήδημα από την ίδια θέση: Τέτοιο αναπήδημα της μπάλας πρώτη φορά έβλεπε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • ακοντισμός — ο (Α ἀκοντισμός) [ἀκοντίζω] η ακόντιση* νεοελλ. αγώνισμα κατά το οποίο ρίχνεται έντεχνα το ακόντιο σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση με πνεύμα συναγωνισμού μσν. (για υγρά) ανάβρυσμα, αναπήδημα …   Dictionary of Greek

  • αναπηδώ — ( άω) (Α ἀναπηδῶ και ποιητ. ἀμπηδῶ) 1. πηδώ προς τα επάνω 2. τινάζομαι προς τα επάνω από έκπληξη ή φόβο, ανασκιρτώ, πετιέμαι 3. (για υγρά) αναβλύζω, εξακοντίζομαι μσν. (για φήμη) ακούγομαι έξαφνα αρχ. πηδώ προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πηδῶ …   Dictionary of Greek

  • γκελ — το το αναπήδημα που κάνει η μπάλλα όταν χτυπάει στο έδαφος …   Dictionary of Greek

  • ανασκίρτημα — το, ατος και ανασκίρτηση, η ελαφρό αναπήδημα από κάτι ευχάριστο ή δυσάρεστο (είδηση, γεγονός κτλ.): Στο αντίκρισμα του ξενιτεμένου αδελφού του ένιωσε ένα ανασκίρτημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανατίναγμα — το, ατος και ανατιναγμός, ο αναπήδημα, τράνταγμα: Το ανατίναγμα, απ τις λακκούβες του δρόμου, μας είχε όλους ανακατέψει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»